- υδροκατεργασία
- η, Ν(χημ. τεχνολ.) μέθοδος απομάκρυνσης τών ενώσεων τού θείου και τού αζώτου από τα πετρελαϊκά κλάσματα, αλλ. καυστική πλύση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. caustic (< καυστικός) washing «πλύσιμο, πλύση»].
Dictionary of Greek. 2013.